θόλωσις
Смотреть что такое "θόλωσις" в других словарях:
θόλωσις — making turbid fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολώσει — θόλωσις making turbid fem nom/voc/acc dual (attic epic) θολώσεϊ , θόλωσις making turbid fem dat sg (epic) θόλωσις making turbid fem dat sg (attic ionic) θολόω make turbid aor subj act 3rd sg (epic) θολόω make turbid fut ind mid 2nd sg θολόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολώσεις — θόλωσις making turbid fem nom/voc pl (attic epic) θόλωσις making turbid fem nom/acc pl (attic) θολόω make turbid aor subj act 2nd sg (epic) θολόω make turbid fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλωσιν — θόλωσις making turbid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα … Dictionary of Greek
θολώσεως — θολώσεω̆ς , θόλωσις making turbid fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολώσῃ — θολώσηι , θόλωσις making turbid fem dat sg (epic) θολόω make turbid aor subj mid 2nd sg θολόω make turbid aor subj act 3rd sg θολόω make turbid fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)